- σιδηρουργείο
- το / σιδηρουργεῑον, ΝΑ [σιδηρουργός]νεοελλ.εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικοαρχ.μεταλλείο σιδήρου ή τόπος καθαρισμού τού σιδηρούχου μεταλλεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρουργείο — το εργαστήριο του σιδηρουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηρείο — το / σιδηρεῑον, ΝΑ [σιδηρεύς] νεοελλ. 1. εργαστήριο κατασκευής εργαλείων και άλλων σιδερένιων αντικειμένων, σιδηρουργείο 2. (σε σιδηρουργείο) μικρή κάμινος για την κατεργασία τού σιδήρου, καμίνι αρχ. στον πληθ. τὰ σιδηρεῑα ορυχεία σιδήρου … Dictionary of Greek
γυφταριό — το 1. σιδηρουργείο 2. τόπος βρόμικος και ακατάστατος … Dictionary of Greek
γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… … Dictionary of Greek
προχαλκεύω — ΝΑ νεοελλ. επινοώ από πριν («προχαλκευμένες κατηγορίες») αρχ. (κυριολ. και μτφ.) χαλκεύω, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο («προχαλκεύει δ Αἶσα φασγανουργός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδεράδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο 2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek
χαλκεία — Γιορτή των αρχαίων Αθηναίων, που αποσκοπούσε στην απόδοση τιμής, στον Ήφαιστο και στην Αθηνά Εργάνη. Η γιορτή αυτή, που ήταν στους παλαιότερους χρόνους ιδιαίτερα δημοφιλής, άρχισε να παρακμάζει τον 4o αι. π.Χ. και τελικά την τηρούσαν μόνο όσοι… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Τεγέας — Το Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας λειτουργεί από το 1996 στο δεύτερο όροφο ενός εντυπωσιακού πέτρινου κτιρίου, που βρίσκεται κοντά στον αρχαίο ναό στης Αλέας Αθηνάς και του βυζαντινού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ανήκει στον Τεγεατικό Σύνδεσμο, ο… … Dictionary of Greek